- προσκαταλείψαντες
- πρός , κατά-ἀλείφωanoint the skin with oilaor part act masc nom/voc plπρόσ-καταλείβωpour downaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαταλείφω — Α αλείφω εντελώς κάτι ακόμη («πηλῷ προσκαταλείψαντες εντίκτουσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταλείφω «αλείφω εντελώς»] … Dictionary of Greek